Από την Τσεν Λου, επαρχία Τσετσιάνγκ
Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’80, σε ένα χωριό. Η οικογένειά μου ήταν αγροτική για πολλές γενιές. Εγώ αφοσιώθηκα στις σπουδές μου, ώστε να προσπαθήσω να μπω στο κολέγιο και να ξεφύγω από τη ζωή του χωριού, αυτήν της φτώχειας και της οπισθοδρόμησης. Όταν ξεκίνησα το λύκειο, έμαθα για την Ιστορία της Δυτικής Τέχνης και είδα τόσο πολλούς όμορφους πίνακες, όπως η «Γένεση», «Ο Κήπος της Εδέμ», «Ο Μυστικός Δείπνος». Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένας Θεός στο σύμπαν, που δημιούργησε τα πάντα. Άθελα μου με κατέκλυσε ένα αίσθημα απόλυτου σεβασμού για τον Θεό. Όταν αποφοίτησα από το κολέγιο, βρήκα πολύ εύκολα μια δουλειά και, στη συνέχεια, βρήκα και έναν υπέροχο σύντροφο. Είχα επιτέλους υλοποιήσει τις ελπίδες μου, καθώς κι εκείνες των προγόνων μου: Είχα ξεφύγει από μια ζωή που έπρεπε να έχουμε το πρόσωπό μας προς τη γη και την πλάτη μας προς τον ουρανό. Το 2008, η γέννηση ενός παιδιού έφερε ακόμα μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου. Κοιτώντας όλα όσα είχα στη ζωή μου, πίστευα ότι θα έπρεπε να έχω μια χαρούμενη, άνετη ζωή. Ωστόσο, ενόσω απολάμβανα αυτήν την αξιοζήλευτη, όμορφη ζωή, δεν μπορούσα να διώξω ποτέ εκείνο το αόριστο αίσθημα κενού που είχα βαθιά μέσα μου. Αυτό με έκανε να νιώθω εξαιρετικά μπερδεμένη και ανήμπορη.
Τον Νοέμβριο του 2008, μου μίλησε η οικογένειά μου για το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών του Παντοδύναμου Θεού. Μέσα από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα τελικά ότι Αυτός είναι η πηγή της ανθρώπινης ζωής, ότι τα λόγια Του είναι η κινητήρια δύναμη και ο πυλώνας της ζωής μας. Αν εγκαταλείψουμε τη συντήρηση και τη θρέψη που μας παρέχει ο Θεός για τη ζωή μας, οι ψυχές μας θα είναι κενές και μόνες, και, ασχέτως του πόσες υλικές απολαύσεις έχουμε, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες της ψυχής μας. Ακριβώς όπως είπε ο Παντοδύναμος Θεός: «Ο άνθρωπος, εξάλλου, δεν είναι παρά άνθρωπος. Η θέση κι η ζωή του Θεού δεν μπορούν να αντικατασταθούν από οποιονδήποτε άνθρωπο. Η ανθρωπότητα δεν απαιτεί απλώς μια δίκαιη κοινωνία, στην οποία όλοι είναι καλοταϊσμένοι, ίσοι και ελεύθεροι, αλλά τη σωτηρία του Θεού και την δική Του παροχή ζωής σε αυτούς. Μόνο όταν ο άνθρωπος λάβει την σωτηρία του Θεού και την δική Του παροχή ζωής σε αυτούς, μπορούν οι ανάγκες, ο πόθος για εξερεύνηση και το πνευματικό κενό του ανθρώπου να λυθούν» (από «Ο Θεός προΐσταται της μοίρας όλης της ανθρωπότητας» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Τα λόγια Του γέμισαν την ψυχή μου όπως μια πηγή στην έρημο και ξεδιάλυναν τη σύγχυση που είχα μέσα στην καρδιά μου. Από εκείνη τη στιγμή, διάβαζα τα λόγια του Θεού με μεγάλη πείνα και δίψα, και είχα πάντοτε ένα απερίγραπτο αίσθημα ανακούφισης μέσα μου, ότι η ψυχή μου είχε επιτέλους επιστρέψει στο σπίτι της. Μετά από λίγο, η εκκλησία κανόνισε να με συναντούν κάποιοι αδελφοί και αδελφές, και αυτοί το έκαναν αδιαλείπτως, όσο άσχημες και αν ήταν οι καιρικές συνθήκες. Εκείνο το διάστημα, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν καταλάβαινα, και οι αδελφοί και οι αδελφές επικοινωνούσαν πάντοτε υπομονετικά μαζί μου. Δεν έδειχναν το παραμικρό ίχνος εκνευρισμού ούτε ότι απλώς μου έκαναν τη χάρη, και, μέσα από αυτό, ένιωθα βαθιά μέσα μου την ειλικρίνεια και την αγάπη τους. Καθώς καταλάβαινα περισσότερα για την αλήθεια, άρχισα να κατανοώ την επείγουσα επιθυμία του Θεού να σώσει την ανθρωπότητα, και είδα ότι οι αδελφοί και οι αδελφές με μεγάλη προθυμία ξόδευαν τον εαυτό τους και κήρυτταν το ευαγγέλιο της βασιλείας για τον Θεό. Ήθελα κι εγώ να εκτελέσω το καθήκον μου, αλλά το παιδί μου ήταν πολύ μικρό και δεν είχα κάποιον άλλον για να το φροντίζει, οπότε προσευχόμουν απλώς στον Θεό για να μου δώσει κάποια διέξοδο. Αργότερα, έμαθα ότι υπήρχε μια αδελφή που ήταν υπεύθυνη σε έναν παιδικό σταθμό, κι έτσι έστειλα το παιδί μου σ’ αυτήν. Εκείνη, χωρίς δεύτερη σκέψη, μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε το παιδί μου, ενώ δεν δέχθηκε καν να πληρώνω δίδακτρα ή για το φαγητό του παιδιού. Από τότε, εκείνη η αδελφή, όχι μόνο με βοηθούσε να φροντίζω το παιδί μου κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά μερικές φορές με βοηθούσε επίσης και τα βράδια. Η στάση εκείνης της αδελφής με συγκίνησε πράγματι βαθιά και ήξερα ότι όλα αυτά προέρχονταν από την αγάπη του Θεού. Προκειμένου να ανταποδώσω την αγάπη Του, εντάχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη στις τάξεις εκείνων που κήρυτταν το ευαγγέλιο. Ενώ κήρυττα το ευαγγέλιο, είδα τη θλιβερή κατάσταση πολλών ανθρώπων που δεν είχαν διαφωτιστεί από τη λάμψη του Θεού. Άκουγα τους θρήνους για την πικρή πορεία τους στη ζωή και έβλεπα, επίσης, τα πρόσωπά τους γεμάτα με χαρά και ευτυχία, αφότου κέρδιζαν τη σωτηρία των εσχάτων ημερών του Θεού. Αυτό διέγειρε ακόμα περισσότερο το πάθος μου για τον ευαγγελισμό και αποφάσισα να φέρω το ευαγγέλιο του Θεού σε ακόμα περισσότερο κόσμο που ζούσε στο σκοτάδι και διψούσε για φως! Όμως, εκείνον τον καιρό, η καταστολή και οι διώξεις των πιστών από την κυβέρνηση του ΚΚΚ διενεργούνταν με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα. Πολλοί αδελφοί και αδελφές συνελήφθησαν, αλλά ούτε κι εγώ κατάφερα να γλιτώσω από αυτήν τη μοίρα.
Αυτό συνέβη το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου του 2012. Είχαμε συγκεντρωθεί πάνω από δώδεκα αδελφοί και αδελφές, όταν ξαφνικά ακούσαμε να χτυπάνε δυνατά την πόρτα και να φωνάζουν: «Ανοίξτε την πόρτα! Ανοίξτε την πόρτα! Επιθεώρηση της οικίας!» Με το που άνοιξε την πόρτα μια αδελφή, εισέβαλαν έξι ή επτά αστυνομικοί κρατώντας γκλομπ. Μας χώρισαν δια της βίας και άρχισαν να ανοίγουν τα συρτάρια και να ψάχνουν παντού. Μια νεαρή αδελφή βγήκε μπροστά και τους ρώτησε: «Δεν κάναμε τίποτα παράνομο. Γιατί ψάχνετε το σπίτι;» Οι αστυνόμοι απάντησαν με άγριο τρόπο: «Συμμορφώσου! Αν σου πούμε να κάτσεις εκεί, τότε να κάτσεις εκεί. Αν δεν σου απευθύνουμε τον λόγο, τότε να μη βγάζεις άχνα!» Στη συνέχεια την πέταξαν βίαια στο πάτωμα και της φώναξαν επιθετικά: «Αν θελήσεις να αντισταθείς, θα σε χτυπήσουμε!» Το νύχι της είχε βγει και έτρεχε αίμα από το δάχτυλό της. Βλέποντας τα μοχθηρά πρόσωπα των αστυνομικών, ένιωθα μίσος και φόβο παράλληλα, κι έτσι προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό να μου δώσει δύναμη και πίστη, να με προστατέψει για να καταθέσω μαρτυρία. Μετά την προσευχή, η καρδιά μου καταλάγιασε αρκετά. Η αστυνομία κατάσχεσε πολύ ευαγγελικό υλικό και συλλογές του λόγου του Θεού, και κατόπιν μάς οδήγησαν στα αστυνομικά οχήματα.
Μόλις φτάσαμε στο τμήμα, κατάσχεσαν ό,τι είχαμε πάνω μας και μας ανέκριναν για να τους πούμε τα ονόματά μας, τις διευθύνσεις μας και ποιοι ήταν οι επικεφαλής της εκκλησίας μας. Εγώ φοβόμουν να μην εμπλέξω την οικογένειά μου, κι έτσι δεν είπα τίποτα. Μια άλλη αδελφή δεν είπε κι εκείνη τίποτα, κι έτσι η αστυνομία μάς θεώρησε αρχηγούς σπείρας και σκόπευε να μας ανακρίνει τον καθέναν ξεχωριστά. Τότε φοβήθηκα πολύ. Είχα ακούσει ότι η αστυνομία ήταν ιδιαιτέρως βάναυση με όσους πίστευαν στον Θεό, κι εγώ είχα χαρακτηριστεί ως στόχος προς ανάκριση. Αυτό σίγουρα ενείχε πολύ δυσμενείς προοπτικές. Καθώς βρισκόμουν σε φριχτή κατάσταση και έτρεμα από τον φόβο, άκουσα μια αδελφή που ήταν δίπλα μου να προσεύχεται: «Ω, Θεέ μου, Εσύ είσαι ο βράχος μας, το καταφύγιό μας. Έχεις τον Σατανά κάτω από τα πόδια Σου κι εγώ είμαι πρόθυμη να ζήσω σύμφωνα με τα λόγια Σου και να καταθέσω μαρτυρία για να Σε ικανοποιήσω!» Όταν τα άκουσα αυτά, η καρδιά μου φωτίστηκε. Σκέφτηκα: Είναι αλήθεια, ο Θεός είναι ο βράχος μας, έχει τον Σατανά κάτω από τα πόδια Του, οπότε τι φοβάμαι; Εφόσον βασίζομαι στον Θεό και συνεργάζομαι μαζί Του, ο Σατανάς μπορεί να νικηθεί κατά κράτος! Ξαφνικά σταμάτησα να φοβάμαι, μα ένιωθα και ντροπή. Σκέφτηκα το γεγονός ότι όταν εκείνη η αδελφή αντιμετώπισε αυτήν την κατάσταση, μπόρεσε να ζήσει βάσει των λόγων του Θεού και να μη χάσει την εμπιστοσύνη της στον Θεό, ενώ εγώ φέρθηκα δειλά και άτολμα. Δεν είχα ούτε λίγο από τα κότσια που έχει κάποιος που πιστεύει στον Θεό. Χάρη στην αγάπη του Θεού και μέσα από την προσευχή της αδελφής που με κινητοποίησε και με βοήθησε, δεν φοβόμουν πλέον τη δεσποτική εξουσία της αστυνομίας. Ήρεμα αποφάσισα: Τώρα που με συνέλαβαν, είμαι αποφασισμένη να καταθέσω μαρτυρία για να ικανοποιήσω τον Θεό. Σε καμιά περίπτωση δεν θα είμαι μια δειλή που απογοητεύει τον Θεό!
Γύρω στις 10 η ώρα, δύο από τους αστυνομικούς μού πέρασαν χειροπέδες και με πήγαν σ’ ένα δωμάτιο για να με ανακρίνουν ξεχωριστά. Ένας από τους αστυνομικούς με ανέκρινε στην τοπική διάλεκτο. Εγώ δεν καταλάβαινα και όταν τον ρώτησα τι είπε, εκείνοι ξαφνικά νευρίασαν που ρώτησα. Ένας από τους αστυνομικούς που στεκόταν δίπλα φώναξε: «Δεν μας σέβεσαι!» Καθώς μιλούσε έτρεξε και με έπιασε από τα μαλλιά, κουνώντας με μπρος-πίσω. Είχα ζαλιστεί και με τραβολογούσαν, ένιωθα σαν να μου είχαν ξεσκίσει το κεφάλι, ενώ μου είχαν ξεριζώσει τούφες από τα μαλλιά μου. Αμέσως μετά απ’ αυτό, ήρθε ένας άλλος αστυνομικός και μου φώναξε: «Λοιπόν, μήπως θέλεις αγριάδες; Μίλα! Ποιος σε έβαλε να κηρύττεις το ευαγγέλιο;» Εγώ έβραζα από τον θυμό μου και απάντησα: «Το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι το καθήκον μου». Τη στιγμή που το είπα αυτό, ο πρώτος αστυνομικός με άρπαξε και πάλι από τα μαλλιά και με χαστούκισε στο πρόσωπο, με χτυπούσε και φώναζε: «Θα σε κάνω εγώ να κηρύττεις κι άλλο! Θα σε κάνω εγώ να κηρύττεις κι άλλο!» Με χτύπησε στο πρόσωπο μέχρι που έγινε κατακόκκινο, πονούσε και άρχισε να πρήζεται. Όταν κουράστηκε να με χτυπάει, με άφησε. Τότε, πήρε το κινητό και τη συσκευή ΜΡ4 που βρήκαν επάνω μου και ρωτούσε να μάθει πληροφορίες για την εκκλησία. Εγώ βασιζόμουν στη σοφία για να τους αντιμετωπίσω. Εντελώς από το πουθενά, ένας αστυνομικός ρώτησε: «Δεν είσαι από εδώ. Μιλάς πολύ καλά τα μανδαρινικά, σίγουρα δεν είσαι σαν τους άλλους. Μίλα ειλικρινά! Γιατί ήρθες εδώ; Ποιος σε έστειλε; Ποιος είναι ο αρχηγός σας; Πώς ήρθες σε επαφή με την εκκλησία εδώ; Πού μένεις;» Με το που άκουσα ότι αυτοί οι αστυνομικοί με θεωρούσαν σημαντικό άνθρωπο και επέμεναν να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την εκκλησία από μένα, η καρδιά μου πήγε να σπάσει και έκανα έκκληση στον Θεό να μου δώσει πίστη και δύναμη. Μέσα από την προσευχή, σιγά-σιγά η καρδιά μου ηρέμησε και τους απάντησα: «Δεν ξέρω τίποτα». Όταν το άκουσαν, ο ένας απ’ αυτούς χτύπησε με μανία το τραπέζι και φώναξε: «Περίμενε και θα δεις σε λίγο πώς θα νιώθεις!» Τότε πήρε τη συσκευή ΜΡ4 και την πάτησε να παίξει. Ήμουν πολύ τρομαγμένη. Δεν ήξερα τι είδους μέσα θα επιστράτευε για να με αντιμετωπίσει, οπότε έκανα μια επείγουσα έκκληση στον Θεό. Δεν είχα φανταστεί ότι αυτό που θα έπαιζε θα ήταν η ηχογράφηση από ένα κήρυγμα: «Πιστεύεις ότι αυτό το είδος ανθρώπου μπορεί να σωθεί; Δεν είναι αφοσιωμένος στον Χριστό, δεν είναι σε σύμπνοια με τον Χριστό. Όταν αντιμετωπίζει αντιξοότητες, πηγαίνει σε άλλη κατεύθυνση από τον Χριστό και τραβάει τον δρόμο του. Γυρνάει την πλάτη του στον Θεό, κι έτσι ακολουθεί τον Σατανά. […] Κατά την ηγεμονία του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, ενόσω βιώνεις το έργο του Θεού, αν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σου στον μεγάλο κόκκινο δράκοντα και να σταθείς στο πλευρό του Θεού, ασχέτως του πώς σε διώκει, σε κυνηγάει ή σε καταπιέζει, εσύ μπορείς σε κάθε περίπτωση να υπακούς τον Θεό και να Του είσαι αφοσιωμένος μέχρι θανάτου. Μόνο αυτό το είδος ανθρώπου αξίζει να αποκαλείται νικητής, αξίζει να αποκαλείται κάποιος που είναι σε σύμπνοια με τον Θεό» (από «Οι δέκα πραγματικότητες του Λόγου του Θεού στις οποίες πρέπει να εισέλθει κανείς προκειμένου να σωθεί και να οδηγηθεί στην τελείωση» στο βιβλίο «Κηρύγματα και Συναναστροφή για την Είσοδο στη Ζωή, Τόμος Δ’»). Όταν άκουσα τις λέξεις «πηγαίνει σε άλλη κατεύθυνση», ένιωσα έναν έντονο πόνο στην καρδιά. Δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι όταν ο Κύριος Ιησούς εργαζόταν, ήταν πολλοί εκείνοι που Τον ακολουθούσαν και απολάμβαναν τη χάρη Του, όμως όταν Εκείνος σταυρώθηκε, και οι ρωμαίοι στρατιώτες συνελάμβαναν αριστερά και δεξιά τους Χριστιανούς, πολλοί το έβαλαν στα πόδια από φόβο. Αυτό προκάλεσε μεγάλο πόνο στον Θεό! Όμως, τι διαφορά υπήρχε ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς τους αγνώμονες ανθρώπους; Όταν απολάμβανα τη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ακολουθούσα τον Θεό γεμάτη εμπιστοσύνη, όμως όταν αντιμετώπιζα αντιξοότητες κατά τις οποίες θα έπρεπε να υποφέρω και να πληρώσω κάποιο τίμημα, ήμουν άτολμη και φοβόμουν. Πώς θα μπορούσε αυτό να παρηγορήσει την καρδιά του Θεού; Σκέφτηκα το γεγονός ότι, προκειμένου να μας σώσει, εμάς τα διεφθαρμένα ανθρώπινα όντα, ο υπέρτατος Θεός ενσαρκώθηκε. Με τρόπο ταπεινό και κρυφό ήρθε στην Κίνα, σ’ αυτή τη χώρα που κυβερνάται από άθεους, ανέχτηκε τη δίωξη και την καταδίκη αυτών των δαιμόνων και μας οδήγησε αυτοπροσώπως στο μονοπάτι της επιδίωξης της αλήθειας. Βλέποντας ότι ο Θεός είχε κάνει τα πάντα για να μας σώσει, γιατί δεν μπορούσα εγώ, ως ένας άνθρωπος που απολάμβανε τη χάρη της σωτηρίας Του, να πληρώσω ένα μικρό τίμημα για να καταθέσω μαρτυρία γι’ Αυτόν; Ένιωσα να επιπλήττομαι στη συνείδησή μου και μίσησα το γεγονός ότι ήμουν τόσο εγωίστρια, τόσο ανάξια. Ένιωσα πραγματικά βαθιά μέσα μου ότι ο Θεός ήταν γεμάτος ελπίδα και ανησυχούσε για μένα. Ένιωσα πως ήξερε καλά ότι το ανάστημά μου ήταν ανώριμο και ότι φοβόμουν ενόψει του δεσποτισμού του Σατανά. Μου έδωσε τη δυνατότητα να το ακούσω αυτό όταν οι αστυνομικοί έπαιξαν εκείνη την ηχογράφηση, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να κατανοήσω το θέλημά Του, ώστε να μπορέσω, εν μέσω αντιξοοτήτων και καταστολής, να καταθέσω μαρτυρία για τον Θεό και να Τον ικανοποιήσω. Για μια στιγμή, συγκινήθηκα τόσο από την αγάπη του Θεού που δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό μου, και σιωπηλά είπα στον Θεό: «Ω, Θεέ μου! Δεν θέλω να είμαι κάποια που πηγαίνει σε άλλη κατεύθυνση από Σένα και Σε πληγώνει. Θέλω να είμαι μαζί Σου στις χαρές και στις λύπες. Όπως κι αν με βασανίσει ο Σατανάς, εγώ είμαι αποφασισμένη να καταθέσω μαρτυρία και να παρηγορήσω την καρδιά Σου».
Τότε ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, καθώς ο αστυνομικός έκλεισε τη συσκευή, και στη συνέχεια έτρεξε κατά πάνω μου και είπε με μίσος: «Ακριβώς, εγώ είμαι ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας και σήμερα είμαι εδώ για να σε βασανίσω!» Τότε με διέταξαν να σταθώ όρθια στο πάτωμα, ξυπόλυτη, και μου έδεσαν το δεξί χέρι με χειροπέδες σε έναν σιδερένιο δακτύλιο στη μέση ενός τσιμεντόλιθου. Μου ζήτησαν να μείνω σκυμμένη, επειδή ο τσιμεντόλιθος ήταν πολύ μικρός. Δεν μου επέτρεπαν να καθίσω κάτω ούτε μου επέτρεπαν να χρησιμοποιώ το αριστερό μου χέρι για να στηρίζω τα πόδια μου. Μετά από λίγο, δεν μπορούσα να στέκομαι άλλο έτσι και ήθελα να σκύψω, αλλά ο αστυνομικός ούρλιαξε: «Μη σκύβεις! Αν θέλεις να υποφέρεις λιγότερο, τότε κοίτα να ομολογήσεις σύντομα!» Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σφίξω τα δόντια και να το αντέξω. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Οι πατούσες μου είχαν ξεπαγιάσει, τα πόδια μου πονούσαν και είχαν μουδιάσει, και όταν πραγματικά δεν άντεχα άλλο να στέκομαι, κάθισα κάτω. Οι αστυνομικοί με σήκωσαν επάνω, έφεραν ένα ποτήρι κρύο νερό και το έριξαν στον σβέρκο μου. Κρύωνα τόσο που άρχισα να τρέμω. Τότε μου έβγαλαν τις χειροπέδες, με έσπρωξαν σε μια ξύλινη καρέκλα, μου έδεσαν το κάθε χέρι στην αντίθετη άκρη της καρέκλας, άνοιξαν τα παράθυρα και άνοιξαν το κλιματιστικό. Με χτύπησε μια αιφνίδια ριπή κρύου αέρα και με έπιασε ρίγος από το κρύο. Άθελά μου ένιωθα κάποια αδυναμία μέσα μου, αλλά, ενόσω υπέφερα, προσευχόμουν ασταμάτητα, ικετεύοντας τον Θεό να μου δώσει τη θέληση και τη δύναμη να αντέξω αυτόν τον πόνο, να μου δώσει τη δυνατότητα να υπερνικήσω την αδυναμία της σάρκας. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τα λόγια του Θεού με καθοδήγησαν εκ των έσω: «Ακόμα κι όταν το σώμα σου υποφέρει, μην παίρνεις ιδέες από τον Σατανά. […] Η πίστη μοιάζει με γέφυρα που αποτελείται από έναν κορμό δέντρου· εκείνοι που προσκολλώνται απελπιστικά στη ζωή, θα δυσκολευτούν να τη διασχίσουν· εκείνοι, ωστόσο, που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τον εαυτό τους, θα περάσουν απέναντι δίχως ανησυχία» («Κεφάλαιο 6» από «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Τα λόγια του Θεού με έκαναν να καταλάβω ότι ο Σατανάς ήθελε να βασανίσει τη σάρκα μου, προκειμένου να με κάνει να προδώσω τον Θεό, και αν εγώ έδινα οποιαδήποτε προσοχή στη σάρκα, θα έπεφτα θύμα του τεχνάσματός του. Επαναλάμβανα διαρκώς αυτές τις δύο προτάσεις από τα λόγια του Θεού στο μυαλό μου, λέγοντας μέσα μου ότι έπρεπε να προσέχω τα τεχνάσματα του Σατανά και να αρνούμαι τις ιδέες του. Αργότερα, οι αστυνομικοί πήραν ένα μεγάλο δοχείο κρύο νερό και το άδειασαν όλο πάνω στον σβέρκο μου. Όλα τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν να είχα πέσει μέσα σε έναν καταψύκτη. Βλέποντας τους αστυνομικούς να είναι τόσο απεχθείς, τόσο μοχθηροί, γέμισα με πικρία. Σκέφτηκα: Αυτή η αγέλη δαιμόνων θα χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέθοδο προκειμένου να με κάνει να προδώσω τον Θεό. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψω να πετύχουν τα σχέδιά τους! Βλέποντάς με να τρέμω σύγκορμη, ένας από τους μοχθηρούς αστυνομικούς άρπαξε μια τούφα από τα μαλλιά μου και μου σήκωσε βιαίως το κεφάλι για να κοιτάξω τον ουρανό μέσα από το παράθυρο. Τότε μου είπε κοροϊδευτικά: «Δεν κρυώνεις; Ας έρθει τότε ο Θεός σου να σε σώσει!» Είδε ότι εγώ δεν αντιδρούσα, κι έτσι έριξε επάνω μου ακόμα ένα μεγάλο δοχείο με κρύο νερό και έβαλε το κλιματιστικό στην πιο χαμηλή θερμοκρασία και το έστρεψε προς τα πάνω μου. Ριπές παγωμένου αέρα από το κλιματιστικό, που μου τρυπούσαν τα κόκαλα, έπεφταν επάνω μου η μία μετά την άλλη, μαζί με τον κρύο αέρα από το παράθυρο. Κρύωνα τόσο πολύ που είχα κουλουριαστεί σαν μπάλα και είχα στην ουσία κοκαλώσει από το κρύο. Ένιωθα όλο μου το σώμα να έχει σκληρύνει. Ένιωσα την πίστη μου να εξασθενεί σιγά-σιγά, και άθελά μου έκανα τρελές σκέψεις: Κάνει τόσο κρύο σήμερα, κι αυτοί μού ρίχνουν παγωμένο νερό και ανοίγουν το κλιματιστικό στο κρύο. Προσπαθούν να με κάνουν να παγώσω ζωντανή; Αν πεθάνω εδώ, οι συγγενείς μου ούτε που θα το μάθουν. Έτσι όπως βυθιζόμουν στο σκοτάδι και την απελπισία, σκέφτηκα ξαφνικά τον πόνο που υπέστη ο Κύριος Ιησούς επάνω στον σταυρό για τη λύτρωση της ανθρωπότητας. Σκέφτηκα επίσης τα εξής λόγια του Θεού: «Η αγάπη που έχει την εμπειρία του εξευγενισμού είναι δυνατή, όχι αδύναμη. Ανεξάρτητα από το πού και το πώς σε υποβάλλει ο Θεός στις δοκιμασίες Του, είσαι ικανός να μη νοιάζεσαι για το αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις, όπως και ικανός να παραμερίζεις τα πάντα για τον Θεό με προθυμία και να τα υπομένεις όλα για τον Θεό με ευχαρίστηση. Έτσι η αγάπη σου θα είναι αγνή και η πίστη σου αληθινή» (από «Μόνο μέσα από τον εξευγενισμό, μπορεί ο άνθρωπος να αγαπήσει πραγματικά τον Θεό» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Αυτά τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πραγματικά ορμή, ναι! Εκείνη την ημέρα, το να μπορώ να γίνω μάρτυρας για τον Θεό ήταν η ανύψωσή μου από Αυτόν. Πώς θα μπορούσα εγώ να νοιάζομαι για τη σάρκα; Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να χάσω τη ζωή μου, εγώ ήμουν αποφασισμένη να παραμείνω πιστή στον Θεό. Ξαφνικά, κάτι φούντωσε μέσα στην καρδιά μου και ένιωσα μεγάλη έμπνευση. Σιωπηλά προσευχήθηκα στον Θεό: «Ω, Θεέ μου! Εσύ μου έχεις δώσει αυτή την πνοή· θα προτιμούσα να πεθάνω, παρά να κρατηθώ στη ζωή και να Σε προδώσω!» Σιγά-σιγά, δεν κρύωνα πλέον τόσο πολύ, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να νιώσω πραγματικά τη συντροφικότητα και την παρηγοριά του Θεού. Από το μεσημέρι μέχρι γύρω στις επτά το απόγευμα, η αστυνομία συνέχισε να με ανακρίνει. Είδαν ότι εγώ δεν θα ξεστόμιζα τίποτα, κι έτσι με κλείδωσαν στην αίθουσα ανακρίσεων και συνέχισαν να φυσάνε επάνω μου παγωμένο αέρα.
Μετά το δείπνο, οι αστυνομικοί αύξησαν την ένταση της ανάκρισης. Με απείλησαν άγρια λέγοντας: «Πες μας! Ποιος είναι ο επικεφαλής της εκκλησίας σου; Αν δεν μας πεις, έχουμε κι άλλα μέσα για να σε κάνουμε να μιλήσεις. Μπορούμε να σε κάνουμε να πιεις χυμό από καυτερές πιπεριές, να πιεις σαπουνάδα, να φας κόπρανα, να σε ξεγυμνώσουμε και να σε πετάξουμε στο υπόγειο για να πεθάνεις από το κρύο! Αν δεν μιλήσεις σήμερα, θα σε ρωτήσουμε ξανά αύριο. Ο χρόνος είναι με το μέρος μας!» Όταν οι μοχθηροί αστυνομικοί είπαν όλα αυτά, κατάλαβα πραγματικά ότι δεν ήταν καθόλου άνθρωποι, παρά μια αγέλη δαιμόνων με ανθρώπινη σάρκα. Όσο πιο πολύ με απειλούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο περισσότερο εγώ τους μισούσα ολόψυχα και τόσο πιο αποφασισμένη γινόμουν να μην ενδώσω ποτέ. Όταν κατάλαβαν ότι δεν θα ενέδιδα, πήραν έναν υφασμάτινο σάκο, τον μούσκεψαν με νερό και τον έβαλαν στο κεφάλι μου. Τον πίεσαν μέχρι κάτω στο κεφάλι μου και δεν με άφηναν να κουνηθώ, και μετά τον έσφιξαν. Δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου, γιατί τα χέρια μου ήταν δεμένα στην καρέκλα. Πολύ σύντομα ήμουν στα όρια της ασφυξίας. Ένιωθα ολόκληρο το σώμα μου να έχει γίνει άκαμπτο. Όμως ούτε αυτό ήταν αρκετό για να διαλύσει το μίσος τους. Πήραν έναν δοχείο κρύο νερό και το έριξαν μέσα στη μύτη μου, απειλώντας ότι αν δεν μιλούσα, θα πέθαινα από ασφυξία. Ο μουσκεμένος σάκος δεν άφηνε ήδη τον αέρα να περάσει και, σαν να μην έφτανε αυτό, μου έριξαν και νερό μέσα στη μύτη. Μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναπνεύσω και ένιωθα να με πλησιάζει ο θάνατος. Σιωπηλά προσευχήθηκα στον Θεό: «Ω, Θεέ μου, Εσύ μου έδωσες την πνοή μου, και σήμερα εγώ θα πρέπει να ζήσω για Σένα. Όσο κι αν με βασανίσουν οι μοχθηροί αστυνομικοί, εγώ δεν θα Σε προδώσω. Αν απαιτείς να θυσιάσω τη ζωή μου, εγώ πρόθυμα θα υπακούσω στα σχέδια και τις διευθετήσεις Σου, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία…» Τη στιγμή που άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου και λίγο πριν σταματήσω να αναπνέω, ξαφνικά μάζεψαν τα χέρια τους. Μέσα μου δεν μπορούσα να σταματήσω να ευχαριστώ τον Θεό. Είχα βιώσει έντονα ότι ο Θεός είναι ο Κύριος των πάντων, ότι πάντοτε με φυλάει και με προστατεύει και, παρόλο που έπεσα στα χέρια της μοχθηρής αστυνομίας, ο Θεός τούς επέτρεψε να βασανίσουν μόνο τη σάρκα μου, αλλά δεν τους επέτρεψε να μου πάρουν τη ζωή. Μετά απ’ αυτό, αυξήθηκε η εμπιστοσύνη μου.
Την επομένη, γύρω στο μεσημέρι, μερικοί αστυνομικοί πήραν εμένα και μια άλλη αδελφή μέσα σ’ ένα όχημα της αστυνομίας και μας πήγαν στο κέντρο κράτησης. Ένας απ’ αυτούς μού είπε απειλητικά: «Δεν είσαι από εδώ. Θα σε βάλουμε μέσα για έξι μήνες και μετά θα καταδικαστείς για 3 έως 5 χρόνια. Όπως και να ’χει, κανείς δεν θα το μάθει». «Θα καταδικαστώ;» Μόλις άκουσα ότι θα με καταδικάσουν, άθελά μου έγινα αδύναμη. Αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να έχω πρόσωπο στην κοινωνία αν με καταδίκαζαν πραγματικά σε φυλάκιση, και πώς θα με έβλεπαν οι άνθρωποι. Σίγουρα θα με περιφρονούσαν. Ενόσω πονούσα και ήμουν αδύναμη, για άλλη μια φορά ο Θεός μού έδειξε τη χάρη Του. Στο κελί που με έβαλαν, οι συγκρατούμενές μου ήταν όλες αδελφές που πίστευαν στον Παντοδύναμο Θεό. Παρόλο που βρίσκονταν μέσα στη φωλιά των δαιμόνων, δεν έδειχναν το παραμικρό ίχνος φόβου. Ενθάρρυναν και υποστήριζαν η μία την άλλη και, όταν με έβλεπαν να είμαι αρνητική και αδύναμη, μου μιλούσαν για τις προσωπικές εμπειρίες τους και γίνονταν μάρτυρες, δίνοντας μου εμπιστοσύνη στον Θεό. Τραγούδησαν επίσης έναν ύμνο για να μου δώσουν θάρρος: «Ο Θεός με ταπεινότητα ενσαρκώθηκε για να σώσει την ανθρωπότητα, βαδίζοντας ανάμεσα στις εκκλησίες, εκφράζοντας την αλήθεια, ποτίζοντάς μας με επιμέλεια, καθοδηγώντας μας σε κάθε βήμα. Αυτό το κάνει κάθε μέρα εδώ και δεκαετίες· όλα αυτά τα κάνει για να εξαγνίσει και να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τελείωση. Έχει δει την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον χειμώνα να εναλλάσσονται πολλές φορές, και με χαρά δέχεται την πίκρα μαζί με τη γλύκα. Έχει ανιδιοτελώς θυσιάσει τα πάντα χωρίς να μετανιώσει καθόλου, έχει δώσει όλη Του την αγάπη στην ανθρωπότητα. Έχω υποβληθεί στην κρίση του Θεού και έχω γευτεί την πίκρα των δοκιμασιών. Την πίκρα την ακολουθεί η γλύκα, η διαφθορά μου έχει καθαρθεί, προσφέρω την καρδιά και το σώμα μου για να ξεπληρώσω την αγάπη του Θεού. Πηγαίνω από μέρος σε μέρος μοχθώντας, ξοδεύοντας τον εαυτό μου για τον Θεό. Αγαπημένα πρόσωπα με απορρίπτουν, άλλοι με δυσφημούν, μα εγώ θα αγαπώ τον Θεό με συνέπεια μέχρι τέλους. Είμαι πλήρως αφοσιωμένος στο να ακολουθώ το θέλημα του Θεού. Αντέχω τους διωγμούς και τα δεινά, βιώνω τα πάνω και τα κάτω της ζωής. Ακόμα κι αν υπομείνω μια ζωή γεμάτη πίκρα, πρέπει να ακολουθώ τον Θεό και να μαρτυρώ σ’ Αυτόν» (από «Η ανταπόδοση της αγάπης του Θεού και το να είναι κανείς μάρτυράς Του» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Αναλογιζόμενη αυτό το τραγούδι, ένιωσα τη ζωτική δύναμη αυτών των αδελφών και πήρα πολύ θάρρος. Ήταν αλήθεια, ακολουθούσαμε τον αληθινό Θεό και βαδίζαμε στο σωστό μονοπάτι της ζωής, σε μια χώρα που βρισκόταν υπό την ηγεμονία ενός κόμματος άθεων που έβλεπαν τον Θεό ως εχθρό τους. Ήταν γραπτό μας να περάσουμε πολλές κακουχίες, όμως όλα αυτά είχαν νόημα. Ακόμα και η παραμονή στη φυλακή ήταν κάτι το ένδοξο, καθότι βρισκόμασταν υπό διωγμό επειδή επιδιώκαμε την αλήθεια και ακολουθούσαμε την οδό του Θεού. Ήταν εντελώς διαφορετικό από τους κοσμικούς που τους φυλακίζουν επειδή διαπράττουν φρικτά εγκλήματα. Τότε σκέφτηκα όλες εκείνες τις γενεές αγίων που είχαν υποστεί διωγμούς και εξευτελισμό για χάρη της προσήλωσης στο αληθινό μονοπάτι. Όμως τώρα, μου είχε δοθεί ελεύθερα τόσο μεγάλη ποσότητα από τον λόγο του Θεού. Καταλάβαινα αλήθειες που τόσες γενεές ανθρώπων δεν είχαν μπορέσει να καταλάβουν, γνώριζα μυστήρια που τόσες γενεές δεν είχαν γνωρίσει, οπότε γιατί δεν ήμουν ικανή να αντέξω λίγη ταλαιπωρία για να γίνω μάρτυρας για τον Θεό; Όταν τα σκέφτηκα αυτά, βγήκα και πάλι από την κατάσταση της αδυναμίας που είχα περιέλθει, η καρδιά μου ήταν γεμάτη εμπιστοσύνη και δύναμη, και ήμουν αποφασισμένη να στηριχτώ στον Θεό και να αντιμετωπίσω τα αυριανά βασανιστήρια και τα αιτήματα για ομολογία με το κεφάλι ψηλά.
Μετά από 10 ημέρες, η αστυνομία με έστειλε μόνη μου στο κέντρο κράτησης. Εκεί είδα ότι όλες οι υπόλοιπες συγκρατούμενές μου ήταν μέσα για απάτη, κλοπή και παράνομες δραστηριότητες. Μόλις μπήκα μέσα, μου είπαν: «Γενικά, όποιος μπαίνει εδώ δεν ξαναβγαίνει. Περιμένουμε όλες την ετυμηγορία για εμάς, και κάποιες περιμένουν εδώ και μήνες». Κοιτάζοντάς τες, με έπιασε μεγάλη νευρικότητα και η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει. Φοβήθηκα ότι θα μου φέρονταν άσχημα και σκέφτηκα ότι εφόσον η αστυνομία με έβαλε εδώ μαζί τους, τότε πιθανότατα να με καταδικάσουν για κακούργημα. Είχα ακούσει ότι κάποιοι αδελφοί και αδελφές είχαν πάει φυλακή έως και για οκτώ χρόνια. Δεν ήξερα πόσο μεγάλη θα ήταν η ποινή μου, και ήμουν μόλις 29 ετών! Ήταν δυνατόν να περάσω τα νιάτα μου κλειδωμένη σ’ αυτό το σκοτεινό κελί; Πώς θα περνούσαν από εδώ και πέρα οι μέρες μου; Εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε ότι το χωριό μου, οι γονείς μου, ο σύζυγός μου και το παιδί μου ήταν όλα τόσο μακριά από μένα. Ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να μου τρυπάει την καρδιά, και τα μάτια μου βούρκωσαν. Ήξερα ότι είχα πέσει θύμα του τεχνάσματος του Σατανά, οπότε έκανα ένθερμη έκκληση στον Θεό, ελπίζοντας να με καθοδηγήσει για να δραπετεύσω από αυτόν τον πόνο. Στα μέσα της προσευχής μου, ένιωσα ξεκάθαρη την καθοδήγηση μέσα μου: Όταν το αντιμετωπίζεις αυτό, έχεις άδεια από τον Θεό. Όπως ακριβώς δοκιμάστηκε ο Ιώβ, μη διαμαρτύρεσαι. Στη στιγμή, τα λόγια του Θεού μού έφεραν διαφώτιση: «Προτιμάς να υποταχθείς σε όσα έχω σχεδιάσει (είτε είναι θάνατος είτε καταστροφή) ή να τραπείς σε φυγή στη μέση της διαδρομής για να αποφύγεις το παίδεμά Μου;» (από «Τι γνωρίζεις περί πίστης;» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Η κρίση και η παίδευση στα λόγια του Θεού με έκαναν να νιώσω ντροπή. Είδα ότι δεν ήμουν καθόλου ειλικρινής απέναντι στον Θεό, κι απλώς έλεγα ότι ήθελα να γίνω μια καλή μάρτυρας για Εκείνον. Ωστόσο, όταν αντιμετώπισα πραγματικά τον κίνδυνο να μπω φυλακή, το μόνο που ήθελα ήταν να δραπετεύσω. Δεν είχα καμία πρακτική ικανότητα να υποφέρω για χάρη της αλήθειας. Σκεφτόμενη τη στιγμή της σύλληψής μου, ο Θεός βρισκόταν δίπλα μου συνεχώς. Δεν με εγκατέλειψε σε κανένα βήμα της διαδρομής, από φόβο μήπως χάσω τον δρόμο μου ή σκοντάψω κάπου. Η αγάπη του Θεού για μένα ήταν ολότελα ειλικρινής και κάθε άλλο παρά κενή. Όμως εγώ ήμουν εγωίστρια και συμφεροντολόγα, και συνεχώς σκεφτόμουν τα προσωπικά μου σαρκικά κέρδη και ζημίες. Δεν ήμουν διατεθειμένη να πληρώσω κανένα τίμημα για τον Θεό, πώς θα μπορούσα να έχω την οποιαδήποτε ανθρώπινη φύση; Την οποιαδήποτε συνείδηση; Όταν τα σκέφτηκα αυτά, ένιωσα να με κατακλύζουν οι τύψεις και ένα αίσθημα υποχρέωσης. Σιωπηλά προσευχήθηκα στον Θεό και μετανόησα: Ω, Θεέ μου! Έκανα λάθος. Δεν μπορώ πλέον να προσποιούμαι και να Σε εξαπατώ. Είμαι πρόθυμη να βιώσω την πραγματικότητα για να Σε ικανοποιήσω. Ασχέτως ποια θα είναι η ποινή φυλάκισής μου, εγώ σίγουρα θα καταθέσω μαρτυρία για Σένα. Το μόνο που ζητάω είναι να προστατεύσεις την καρδιά μου. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, η αρχηγός των φυλακισμένων ήρθε και μου είπε: «Δεν ξέρω γιατί είσαι εδώ, αλλά έχουμε ένα ρητό: “Ομολόγησε για να σε λυπηθούν, και θα κάτσεις μέσα μέχρι τέλους· αντιστάσου παθιασμένα και θα μπορέσεις να πας να ζήσεις τη ζωή σου”. Αν δεν θέλεις να μιλήσεις, μη μιλάς». Ευχαρίστησα τον Θεό γι’ αυτήν την απίστευτη διευθέτηση και τη σοφία που μου μετέδωσε μέσω της αρχηγού των φυλακισμένων, ώστε να ξέρω πώς να αντιμετωπίσω την επικείμενη ανάκριση. Πέραν αυτού, οι συγκρατούμενές μου όχι μόνο δεν με παρενοχλούσαν, αλλά στην πραγματικότητα με φρόντιζαν, μου έδιναν ρούχα, επιπλέον φαγητό κατά το συσσίτιο και μοιράζονταν μαζί μου φρούτα και σνακ που είχαν αγοράσει οι ίδιες, ενώ με βοηθούσαν και με την καθημερινή εργασία μου. Ήξερα ότι όλα αυτά ήταν το σχέδιο και η διευθέτηση του Θεού, ήταν η συμπόνια που έδειχνε ο Θεός για το μικρό ανάστημά μου. Απέναντι στην αγάπη και την προστασία Του, πήρα την απόφασή μου: Ασχέτως πόσο μεγάλη θα είναι η ποινή φυλάκισής μου, εγώ θα καταθέσω μαρτυρία για τον Θεό!
Ενόσω ήμουν στο κέντρο κράτησης, η αστυνομία με ανέκρινε κάθε λίγες μέρες. Όταν κατάλαβαν ότι η τακτική της σκληρότητας δεν είχε αποτέλεσμα μαζί μου, έγιναν μαλακοί. Οι αστυνομικοί με ανέκριναν σκοπίμως με καλό τρόπο και συνομιλούσαν μαζί μου, μου έδιναν να φάω καλό φαγητό και μου είπαν ότι θα με βοηθήσουν να βρω μια καλή δουλειά. Ήξερα ότι αυτό ήταν ένα τέχνασμα του Σατανά, οπότε κάθε φορά που με ανέκριναν, εγώ απλώς προσευχόμουν στον Θεό, Του ζητούσα να με προστατεύσει και να μη με αφήσει να ξεγελαστώ από αυτά τα κόλπα. Μια φορά, κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης, ένας αστυνομικός αποκάλυψε τελικά τις καταχθόνιες προθέσεις τους: «Εμείς δεν έχουμε τίποτα μαζί σου· το μόνο που θέλουμε είναι να εξαρθρώσουμε την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού. Ελπίζουμε να έρθεις με το μέρος μας». Όταν άκουσα αυτά τα μοχθηρά λόγια, εξοργίστηκα. Σκέφτηκα: Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και μας παρέχει τα απαραίτητα και μας καθοδηγεί συνεχώς μέχρι σήμερα. Και έχει έρθει τώρα για να σώσει εκείνους που Αυτός δημιούργησε και να μας βοηθήσει να γλιτώσουμε από την άβυσσο των βασάνων μας. Τι το κακό υπάρχει σ’ αυτό; Γιατί αυτοί οι διάβολοι μισούν και λοιδορούν τόσο αυτό το γεγονός; Είμαστε δημιουργήματα του Θεού. Το να ακολουθεί κανείς και να λατρεύει τον Θεό είναι σωστό και πρέπον, οπότε γιατί ο Σατανάς μάς αντικρούει κατ’ αυτόν τον τρόπο και προσπαθεί να μας στερήσει την ελευθερία να ακολουθούμε τον Θεό; Τώρα προσπαθούν να με κάνουν μια μαριονέτα, στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν τον Θεό. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι πραγματικά μια αγέλη δαιμόνων, αποφασισμένη να αψηφίσει τον Θεό. Είναι όλοι τους τόσο μοχθηροί αντιδραστικοί! Ήμουν γεμάτη πικρία και μισούσα το ΚΚΚ ακόμα περισσότερο, και το μόνο που ήθελα ήταν να καταθέσω μαρτυρία για τον Θεό και να παρηγορήσω την καρδιά Του. Όταν η αστυνομία κατάλαβε ότι και πάλι δεν θα μιλούσα, άρχισαν να χρησιμοποιούν ψυχολογικές μεθόδους εναντίον μου. Βρήκαν τον σύζυγό μου μέσω της China Mobile και τον έφεραν μαζί με το παιδί μου για να με πείσουν. Ο σύζυγός μου ήταν αρχικά σύμφωνος με την πίστη μου στον Θεό, όμως αφότου παραπλανήθηκε από την αστυνομία, μου έλεγε ξανά και ξανά: «Σε ικετεύω να εγκαταλείψεις την πίστη σου. Σκέψου τουλάχιστον το παιδί μας, αν δεν σκέφτεσαι εμένα. Θα έχει τρομερό αντίκτυπο πάνω του αν η μητέρα του μπει στη φυλακή…» Ήξερα ότι ο σύζυγός μου τα έλεγε αυτά από άγνοια, οπότε εγώ τον σταματούσα και του έλεγα: «Εξακολουθείς να μη με καταλαβαίνεις; Ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια, πότε με είδες να κάνω οτιδήποτε κακό; Αν δεν καταλαβαίνεις κάτι, τότε απλώς μη μιλάς». Όταν ο σύζυγός μου κατάλαβε ότι τα λόγια του δεν θα μου άλλαζαν άποψη, είπε αυτές τις βαριές κουβέντες: «Είσαι τόσο ξεροκέφαλη και δεν ακούς τίποτα. Αν είναι έτσι, τότε θα πάρω διαζύγιο!» Η λέξη «διαζύγιο» μού τρύπησε την καρδιά. Με έκανε να μισήσω ακόμα πιο πολύ την κυβέρνηση του ΚΚΚ. Ήταν ο διασυρμός και ο σπόρος της διχόνοιας από το ΚΚΚ που έκαναν τον σύζυγό μου να μισεί το έργο του Θεού κατ’ αυτόν τον τρόπο και να μου λέει τόσο σκληρά λόγια. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι ο πραγματικός ένοχος που καλεί τους απλούς ανθρώπους να υβρίζουν τον Ουρανό! Αυτή ήταν επίσης η ένοχος για την υπονόμευση των συναισθημάτων ανάμεσα σε μένα και τον σύζυγό μου! Με αυτήν τη σκέψη, δεν ήθελα να πω τίποτε άλλο στον σύζυγό μου. Του είπα απλώς ήρεμα: «Τότε βιάσου και πάρε το παιδί μας πίσω στο σπίτι». Όταν οι αστυνομικοί είδαν ότι δεν έπιασε αυτή η τακτική, θύμωσαν τόσο πολύ που βάδιζαν πέρα-δώθε μπροστά από το γραφείο τους και μου τσίριζαν: «Έχουμε προσπαθήσει τόσο σκληρά και δεν έχουμε αποσπάσει ούτε μία απάντηση από σένα! Αν εξακολουθήσεις να αρνείσαι να μιλήσεις, θα σε χαρακτηρίσουμε ως την επικεφαλής αυτής της περιοχής, ως πολιτική κρατούμενη! Αν δεν μιλήσεις σήμερα, δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία!» Όσο όμως κι αν ξεσπούσαν και παραληρούσαν, εγώ μέσα μου προσευχόμουν στον Θεό, ζητώντας Του να ενισχύσει την πίστη μου.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής μου, υπήρχε ένας ύμνος των λόγων του Θεού που συνέχιζε να με καθοδηγεί εκ των έσω: «Στο έργο των εσχάτων ημερών, αυτό που απαιτείται από εμάς είναι δυνατή πίστη και μεγάλη αγάπη. Μπορεί να παραπατήσουμε με την παραμικρή απροσεξία, γιατί αυτό το στάδιο του έργου είναι διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Αυτό που ο Θεός οδηγεί στην τελείωση είναι η πίστη της ανθρωπότητας. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το δει ή να το αγγίξει κανείς. Αυτό που κάνει ο Θεός είναι να μετατρέπει τα λόγια σε πίστη, σε αγάπη και σε ζωή. Οι άνθρωποι πρέπει να φτάσουν σε ένα σημείο, όπου να έχουν υπομείνει εκατοντάδες εξευγενισμούς και να έχουν πίστη δυνατότερη κι από του Ιώβ. Θα πρέπει να υπομείνουν απίστευτο πόνο και διάφορα είδη βασανιστηρίων χωρίς να απομακρυνθούν καθόλου από τον Θεό. Όταν είναι υπάκουοι ως τον θάνατο, κι έχουν δυνατή πίστη στον Θεό, τότε αυτό το στάδιο του έργου του Θεού έχει ολοκληρωθεί. Το έργο του Θεού δεν είναι τόσο απλό όσο φαντάζεστε. Όσο λιγότερο συμβαδίζει με τις αντιλήψεις των ανθρώπων, τόσο βαθύτερη είναι η σημασία του, κι όσο περισσότερο συμβαδίζει με τις αντιλήψεις των ανθρώπων, τόσο λιγότερο πολύτιμο είναι, και χωρίς πραγματική σημασία. Σκεφτείτε προσεκτικά αυτά τα λόγια» (από «Ο Θεός τελειοποιεί την πίστη» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Χάρη στην πίστη και τη δύναμη που λάμβανα από τα λόγια του Θεού καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, έδειχνα πολύ αγέρωχη. Όταν όμως επέστρεψα στο κελί μου, άθελα μου ένιωθα κάπως αδύναμη και πληγωμένη. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ο σύζυγός μου θα με χώριζε πραγματικά και δεν θα είχα πλέον σπιτικό. Επίσης, δεν ήξερα ποια θα ήταν η ποινή της φυλάκισής μου. Μέσα στον πόνο μου, σκέφτηκα αυτά τα λόγια του Θεού: «Θα πρέπει να βιώσεις τη διάθεση του Πέτρου εκείνη την εποχή: Ήταν χτυπημένος από τη θλίψη· δεν αποζητούσε πλέον το μέλλον ή οποιαδήποτε ευλογία. Δεν επιδίωκε το κέρδος, την ευτυχία, τη φήμη ή την περιουσία του κόσμου κι επιδίωξε μόνο να ζήσει μια ζωή με περισσότερο νόημα, το οποίο ήταν να αποπληρώσει την αγάπη του Θεού και να αφιερώσει αυτό που θεωρούσε ως το πολυτιμότερο στον Θεό. Τότε θα ήταν ικανοποιημένος μέσα του» (από «Πώς ο Πέτρος κατάφερε να γνωρίσει τον Ιησού» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Συγκινήθηκα βαθιά από τα έργα του Πέτρου, και αυτό υποκίνησε τη θέλησή μου να εγκαταλείψω τα πάντα για να ικανοποιήσω τον Θεό. Ήταν αλήθεια. Όταν ο Πέτρος έφτασε στο απώτατο σημείο δυστυχίας, εξακολουθούσε να είναι ικανός να την αντέξει και να ικανοποιήσει τον Θεό. Δεν το έκανε για τις προσωπικές του προοπτικές ή για τη δική του μοίρα, ούτε προς όφελός του και, στο τέλος, όταν σταυρώθηκε ανάποδα, έγινε ένας καλός και ηχηρός μάρτυρας για τον Θεό. Εγώ, από την άλλη, είχα την καλοτυχία να ακολουθώ τον ενσαρκωμένο Θεό, να απολαμβάνω τις ατελείωτες παροχές Του για τη ζωή μου, όπως και τη χάρη και τις ευλογίες Του, αλλά δεν είχα ποτέ πληρώσει οποιοδήποτε πραγματικό τίμημα για τον Θεό. Και όταν με χρειάστηκε για να καταθέσω μαρτυρία γι’ Αυτόν, εγώ δεν μπορούσα να Τον ικανοποιήσω έστω αυτή τη μία φορά; Μήπως αν έχανα αυτήν την ευκαιρία, θα το μετάνιωνα για όλη μου τη ζωή; Όταν το σκέφτηκα αυτό, προσδιόρισα τη θέλησή μου ενώπιον του Θεού: Ω, Θεέ μου, είμαι πρόθυμη να ακολουθήσω το παράδειγμα του Πέτρου. Ασχέτως ποια θα είναι η κατάληξή μου, ακόμα κι αν θα πρέπει να χωρίσω ή να πάω φυλακή, δεν θα Σε προδώσω! Αφότου προσευχήθηκα, ένιωσα ένα κύμα δύναμης να φουσκώνει μέσα μου. Δεν θα σκεφτόμουν πλέον το αν θα με καταδίκαζαν ή όχι, και πόσο μεγάλη θα ήταν η ποινή, ούτε θα σκεφτόμουν πλέον το αν θα μπορούσα ή όχι να γυρίσω στο σπίτι μου και να ξαναβρώ την οικογένειά μου. Θα σκεφτόμουν μόνο ότι ακόμα μία μέρα μέσα στη φωλιά των δαιμόνων θα ήταν ακόμα μία ημέρα κατάθεσης μαρτυρίας για τον Θεό, και ακόμα κι αν με έβαζαν μέσα, εγώ μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν θα ενέδιδα στον Σατανά. Όταν εγκατέλειψα πραγματικά τον εαυτό μου, πήρα πραγματικά μια γεύση της αγάπης και της τρυφερότητας του Θεού. Λίγες ημέρες αργότερα, απόγευμα ήταν, ήρθε ξαφνικά ένας φρουρός και μου είπε: «Μάζεψε τα πράγματά σου, μπορείς να πας στο σπίτι σου». Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Πριν με αφήσουν να φύγω, οι αστυνομικοί με έβαλαν να υπογράψω ένα έγγραφο. Είδα να αναγράφει ξεκάθαρα: «Αθώα λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, αποφυλάκιση». Με το που το είδα αυτό, ένιωσα απίστευτα ενθουσιασμένη. Για άλλη μια φορά είδα την παντοδυναμία και την ακρίβεια του Θεού: «εκείνοι που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τον εαυτό τους, θα περάσουν απέναντι δίχως ανησυχία». Ο Σατανάς είχε χάσει αυτή τη μάχη στον πνευματικό πόλεμο και στο τέλος δοξάστηκε ο Θεός!
Μετά από 36 ημέρες κράτησης και δίωξης από την αστυνομία του ΚΚΚ, είχα αποκτήσει μια πραγματική κατανόηση για το τι σημαίνει βάρβαρη τυραννία, όπως και για την επαναστατική και αντιδραστική ουσία της κυβέρνησης του ΚΚΚ. Από τότε ανέπτυξα ένα βαθύ μίσος γι’ αυτήν. Ξέρω ότι κατά τη διάρκεια αυτών των αντιξοοτήτων, ο Θεός ήταν πάντοτε μαζί μου, με διαφώτιζε, με καθοδηγούσε και μου έδινε τη δυνατότητα να ξεπερνάω τη βαρβαρότητα και τις δοκιμασίες του Σατανά βήμα-βήμα. Αυτό μου έδωσε μια πραγματική εμπειρία από το γεγονός ότι τα λόγια του Θεού είναι πραγματικά η ζωή της ανθρωπότητας και η δύναμή μας. Μπόρεσα επίσης να αναγνωρίσω πλήρως ότι ο Θεός είναι ο Κύριός μας και εξουσιάζει τα πάντα, και όσα κόλπα και αν κάνει ο Σατανάς, πάντοτε θα νικιέται από τον Θεό. Το ΚΚΚ αποπειράθηκε να βασανίσει τη σάρκα μου ώστε να με αναγκάσει να προδώσω τον Θεό, να Τον απαρνηθώ, όμως τα βάρβαρα βασανιστήριά του όχι μόνο δεν με λύγισαν, παρά αντιθέτως ενίσχυσαν την αποφασιστικότητά μου και μου έδωσαν τη δυνατότητα να δω καλά τη μοχθηρή του όψη, να βιώσω την αγάπη και τη σωτηρία του Θεού. Ευχαριστώ τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μου για όλα όσα διευθέτησε για μένα, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να κερδίσω τον πιο πολύτιμο θησαυρό της ζωής! Η προσωπική μου απόφαση είναι: Ασχέτως την όποια καταστολή ή τις όποιες αντιξοότητες βρω στον δρόμο που έχω μπροστά μου, είμαι πρόθυμη να ακολουθώ τον Θεό με αποφασιστικότητα και να συνεχίσω να διαδίδω το ευαγγέλιο όπως πριν, ώστε να ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη Του.
Πηγή από: Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου