Σχετικά με τη Βίβλο (3)
Δεν αποτελούν όλα όσα περιέχονται στη Βίβλο καταγραφή όσων έχει εκφράσει ο ίδιος ο Θεός. Η Βίβλος απλά τεκμηριώνει τα δύο προηγούμενα στάδια του έργου του Θεού, εκ των οποίων ένα μέρος είναι η καταγραφή των προβλέψεων των προφητών και άλλο ένα μέρος είναι οι εμπειρίες και η γνώση που αποτυπώθηκαν από ανθρώπους που χρησιμοποίησε ο Θεός στην πορεία του χρόνου. Οι ανθρώπινες εμπειρίες αλλοιώνονται από ανθρώπινες απόψεις και γνώσεις, κάτι που είναι αναπόφευκτο. Πολλά από τα βιβλία της Βίβλου περικλείουν ανθρώπινες αντιλήψεις, ανθρώπινες προκαταλήψεις και ανθρώπινες παράλογες ερμηνείες. Βεβαίως, τα περισσότερα από όσα έχουν λεχθεί είναι το αποτέλεσμα της διαφώτισης και της φώτισης του Αγίου Πνεύματος και αποτελούν σωστές ερμηνείες — εντούτοις, και πάλι δεν μπορούμε να πούμε ότι εκφράζουν την αλήθεια με απόλυτη ακρίβεια. Οι απόψεις τους για ορισμένα θέματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γνώση της προσωπικής εμπειρίας ή η διαφώτιση του Αγίου Πνεύματος. Οι προβλέψεις των προφητών προέρχονταν από προσωπικές οδηγίες του Θεού: Οι προφητείες του Ησαΐα, του Δανιήλ, του Έζρα, του Ιερεμία και του Ιεζεκιήλ προήλθαν από την άμεση οδηγία του Αγίου Πνεύματος, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μάντεις, είχαν λάβει το Πνεύμα της προφητείας, ήταν όλοι τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν λάβει την έμπνευση του Ιεχωβά, εξέφρασαν πολλές προφητείες, οι οποίες ήλθαν με οδηγία απευθείας από τον Ιεχωβά. Και γιατί ο Ιεχωβά εργάστηκε μέσα σε αυτούς; Επειδή ο λαός του Ισραήλ ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού: Το έργο των προφητών έπρεπε να επιτελεστεί ανάμεσά τους και ήταν ικανοί να λάβουν αυτές τις αποκαλύψεις. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι δεν κατανοούσαν τις αποκαλύψεις του Θεού σε αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα εξέφρασε αυτά τα λόγια μέσα από το στόμα τους, έτσι ώστε ο λαός του μέλλοντος να τα κατανοήσει και να δει ότι ήταν πράγματι το έργο του Πνεύματος του Θεού, του Αγίου Πνεύματος και δεν προήλθε από τον άνθρωπο, και να τους δώσει την επιβεβαίωση του έργου του Αγίου Πνεύματος. Κατά τη διάρκεια της Εποχής της Χάριτος, ο ίδιος ο Ιησούς επιτέλεσε όλο αυτό το έργο αντ’ αυτών κι έτσι οι άνθρωποι δεν εξέφραζαν πλέον προφητείες. Άρα ήταν ο Ιησούς προφήτης; Ο Ιησούς ήταν, βεβαίως, προφήτης, αλλά ήταν επίσης σε θέση να επιτελέσει το έργο των αποστόλων: Μπορούσε και να εκφράσει προφητείες και να κηρύξει και να διδάξει τους ανθρώπους σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, το έργο που επιτέλεσε και η ταυτότητα που εκπροσωπούσε δεν ταυτίζονταν. Ήλθε για να λυτρώσει όλη την ανθρωπότητα, να λυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Ήταν προφήτης και απόστολος, αλλά πάνω από όλα ήταν Χριστός. Ένας προφήτης μπορεί να εκφράσει προφητείες, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι Χριστός. Εκείνη την εποχή, ο Ιησούς εξέφρασε πολλές προφητείες και έτσι μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν προφήτης, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν προφήτης και γι' αυτό δεν ήταν Χριστός. Κι αυτό επειδή εκπροσωπούσε τον ίδιο τον Θεό επιτελώντας ένα στάδιο του έργου και η ταυτότητά Του ήταν διαφορετική από εκείνη του Ησαΐα: Ήλθε να ολοκληρώσει το έργο της λύτρωσης και προσέφερε επίσης ζωή στον άνθρωπο και το Πνεύμα του Θεού κατήλθε απευθείας πάνω Του. Στο έργο που επιτέλεσε δεν υπήρχε έμπνευση από το Πνεύμα του Θεού ή οδηγίες από τον Ιεχωβά. Αντ’ αυτού, το Πνεύμα εργάστηκε απευθείας — πράγμα που αρκεί για να αποδείξει ότι ο Ιησούς δεν ισοδυναμούσε με προφήτη. Το έργο που επιτέλεσε ήταν το έργο της λύτρωσης και οι προφητείες έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Ήταν προφήτης, απόστολος και πάνω από όλα ήταν ο Λυτρωτής. Οι προφήτες, εν τω μεταξύ, μπορούσαν μόνο να εκφράζουν προφητείες και αδυνατούσαν να εκπροσωπήσουν το Πνεύμα του Θεού επιτελώντας οποιοδήποτε άλλο έργο. Επειδή ο Ιησούς επιτέλεσε μεγάλο έργο που δεν είχε επιτελεστεί ποτέ πριν από τον άνθρωπο και επιτέλεσε το έργο της λύτρωσης της ανθρωπότητας, διέφερε από τον Ησαΐα και τους ομοίους του. Κάποιοι άνθρωποι δεν αποδέχονται το ρεύμα του σήμερα επειδή αυτό τους εμποδίζει. Λένε: «Στην Παλαιά Διαθήκη πολλοί προφήτες εξέφρασαν πολλά — γιατί δεν ήταν κι αυτοί ενσαρκωμένος Θεός; Ο Θεός του σήμερα εκφράζει λόγο — είναι αρκετό αυτό για να αποδείξει ότι είναι ο ενσαρκωμένος Θεός; Δεν έχεις τη Βίβλο σε υψηλή εκτίμηση, ούτε τη μελετάς — άρα πού βασίζεις την άποψη ότι είναι η ενσάρκωση του Θεού; Λες ότι έχουν λάβει οδηγία από το Άγιο Πνεύμα και πιστεύεις ότι αυτό το στάδιο του έργου είναι έργο που επιτελεί προσωπικά ο Θεός — αλλά πού το βασίζεις αυτό; Επικεντρώνεις την προσοχή σου στον λόγο του Θεού σήμερα, φαίνεται σαν να έχεις αρνηθεί τη Βίβλο και την έβαλες κατά μέρος». Οπότε λένε ότι πιστεύεις σε αίρεση, ότι ανήκεις σε σατανική λατρεία.
Δεν αποτελούν όλα όσα περιέχονται στη Βίβλο καταγραφή όσων έχει εκφράσει ο ίδιος ο Θεός. Η Βίβλος απλά τεκμηριώνει τα δύο προηγούμενα στάδια του έργου του Θεού, εκ των οποίων ένα μέρος είναι η καταγραφή των προβλέψεων των προφητών και άλλο ένα μέρος είναι οι εμπειρίες και η γνώση που αποτυπώθηκαν από ανθρώπους που χρησιμοποίησε ο Θεός στην πορεία του χρόνου. Οι ανθρώπινες εμπειρίες αλλοιώνονται από ανθρώπινες απόψεις και γνώσεις, κάτι που είναι αναπόφευκτο. Πολλά από τα βιβλία της Βίβλου περικλείουν ανθρώπινες αντιλήψεις, ανθρώπινες προκαταλήψεις και ανθρώπινες παράλογες ερμηνείες. Βεβαίως, τα περισσότερα από όσα έχουν λεχθεί είναι το αποτέλεσμα της διαφώτισης και της φώτισης του Αγίου Πνεύματος και αποτελούν σωστές ερμηνείες — εντούτοις, και πάλι δεν μπορούμε να πούμε ότι εκφράζουν την αλήθεια με απόλυτη ακρίβεια. Οι απόψεις τους για ορισμένα θέματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γνώση της προσωπικής εμπειρίας ή η διαφώτιση του Αγίου Πνεύματος. Οι προβλέψεις των προφητών προέρχονταν από προσωπικές οδηγίες του Θεού: Οι προφητείες του Ησαΐα, του Δανιήλ, του Έζρα, του Ιερεμία και του Ιεζεκιήλ προήλθαν από την άμεση οδηγία του Αγίου Πνεύματος, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μάντεις, είχαν λάβει το Πνεύμα της προφητείας, ήταν όλοι τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν λάβει την έμπνευση του Ιεχωβά, εξέφρασαν πολλές προφητείες, οι οποίες ήλθαν με οδηγία απευθείας από τον Ιεχωβά. Και γιατί ο Ιεχωβά εργάστηκε μέσα σε αυτούς; Επειδή ο λαός του Ισραήλ ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού: Το έργο των προφητών έπρεπε να επιτελεστεί ανάμεσά τους και ήταν ικανοί να λάβουν αυτές τις αποκαλύψεις. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι δεν κατανοούσαν τις αποκαλύψεις του Θεού σε αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα εξέφρασε αυτά τα λόγια μέσα από το στόμα τους, έτσι ώστε ο λαός του μέλλοντος να τα κατανοήσει και να δει ότι ήταν πράγματι το έργο του Πνεύματος του Θεού, του Αγίου Πνεύματος και δεν προήλθε από τον άνθρωπο, και να τους δώσει την επιβεβαίωση του έργου του Αγίου Πνεύματος. Κατά τη διάρκεια της Εποχής της Χάριτος, ο ίδιος ο Ιησούς επιτέλεσε όλο αυτό το έργο αντ’ αυτών κι έτσι οι άνθρωποι δεν εξέφραζαν πλέον προφητείες. Άρα ήταν ο Ιησούς προφήτης; Ο Ιησούς ήταν, βεβαίως, προφήτης, αλλά ήταν επίσης σε θέση να επιτελέσει το έργο των αποστόλων: Μπορούσε και να εκφράσει προφητείες και να κηρύξει και να διδάξει τους ανθρώπους σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, το έργο που επιτέλεσε και η ταυτότητα που εκπροσωπούσε δεν ταυτίζονταν. Ήλθε για να λυτρώσει όλη την ανθρωπότητα, να λυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Ήταν προφήτης και απόστολος, αλλά πάνω από όλα ήταν Χριστός. Ένας προφήτης μπορεί να εκφράσει προφητείες, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι Χριστός. Εκείνη την εποχή, ο Ιησούς εξέφρασε πολλές προφητείες και έτσι μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν προφήτης, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν προφήτης και γι' αυτό δεν ήταν Χριστός. Κι αυτό επειδή εκπροσωπούσε τον ίδιο τον Θεό επιτελώντας ένα στάδιο του έργου και η ταυτότητά Του ήταν διαφορετική από εκείνη του Ησαΐα: Ήλθε να ολοκληρώσει το έργο της λύτρωσης και προσέφερε επίσης ζωή στον άνθρωπο και το Πνεύμα του Θεού κατήλθε απευθείας πάνω Του. Στο έργο που επιτέλεσε δεν υπήρχε έμπνευση από το Πνεύμα του Θεού ή οδηγίες από τον Ιεχωβά. Αντ’ αυτού, το Πνεύμα εργάστηκε απευθείας — πράγμα που αρκεί για να αποδείξει ότι ο Ιησούς δεν ισοδυναμούσε με προφήτη. Το έργο που επιτέλεσε ήταν το έργο της λύτρωσης και οι προφητείες έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Ήταν προφήτης, απόστολος και πάνω από όλα ήταν ο Λυτρωτής. Οι προφήτες, εν τω μεταξύ, μπορούσαν μόνο να εκφράζουν προφητείες και αδυνατούσαν να εκπροσωπήσουν το Πνεύμα του Θεού επιτελώντας οποιοδήποτε άλλο έργο. Επειδή ο Ιησούς επιτέλεσε μεγάλο έργο που δεν είχε επιτελεστεί ποτέ πριν από τον άνθρωπο και επιτέλεσε το έργο της λύτρωσης της ανθρωπότητας, διέφερε από τον Ησαΐα και τους ομοίους του. Κάποιοι άνθρωποι δεν αποδέχονται το ρεύμα του σήμερα επειδή αυτό τους εμποδίζει. Λένε: «Στην Παλαιά Διαθήκη πολλοί προφήτες εξέφρασαν πολλά — γιατί δεν ήταν κι αυτοί ενσαρκωμένος Θεός; Ο Θεός του σήμερα εκφράζει λόγο — είναι αρκετό αυτό για να αποδείξει ότι είναι ο ενσαρκωμένος Θεός; Δεν έχεις τη Βίβλο σε υψηλή εκτίμηση, ούτε τη μελετάς — άρα πού βασίζεις την άποψη ότι είναι η ενσάρκωση του Θεού; Λες ότι έχουν λάβει οδηγία από το Άγιο Πνεύμα και πιστεύεις ότι αυτό το στάδιο του έργου είναι έργο που επιτελεί προσωπικά ο Θεός — αλλά πού το βασίζεις αυτό; Επικεντρώνεις την προσοχή σου στον λόγο του Θεού σήμερα, φαίνεται σαν να έχεις αρνηθεί τη Βίβλο και την έβαλες κατά μέρος». Οπότε λένε ότι πιστεύεις σε αίρεση, ότι ανήκεις σε σατανική λατρεία.
Εάν επιθυμείς να γίνεις μάρτυρας του έργου του Θεού κατά τις έσχατες ημέρες, τότε πρέπει να κατανοήσεις την πραγματική ιστορία της Βίβλου, τη δομή της Βίβλου και την ουσία της Βίβλου. Την σήμερον ημέρα, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η Βίβλος είναι ο Θεός και ότι ο Θεός είναι η Βίβλος. Επίσης, πιστεύουν ότι όλα όσα λέει η Βίβλος ήταν τα μόνα λόγια που εξέφρασε ο Θεός και ότι όλα ειπώθηκαν από τον Θεό. Όσοι πιστεύουν στον Θεό πιστεύουν ακόμη ότι παρόλο που και τα εξήντα έξι βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν από ανθρώπους, όλα αυτά δόθηκαν με την έμπνευση του Θεού και αποτελούν καταγραφή των ομιλιών του Αγίου Πνεύματος. Αυτό αποτελεί τη λανθασμένη ερμηνεία των ανθρώπων και δεν συνάδει απόλυτα με τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, εκτός από τα βιβλία των προφητειών, το μεγαλύτερο μέρος της Παλαιάς Διαθήκης αποτελεί ιστορικό αρχείο. Ορισμένες από τις επιστολές της Καινής Διαθήκης προέρχονται από τις εμπειρίες των ανθρώπων και ορισμένες προέρχονται από τη διαφώτιση του Αγίου Πνεύματος. Οι επιστολές του Παύλου, παραδείγματος χάριν, προέκυψαν από το έργο ενός ανθρώπου, ήταν όλες το αποτέλεσμα της διαφώτισης του Αγίου Πνεύματος και γράφτηκαν για τις εκκλησίες, ήταν λόγια προτροπής και ενθάρρυνσης για τους αδελφούς και τις αδελφές των εκκλησιών. Δεν ήταν λόγια που εξέφρασε το Άγιο Πνεύμα — ο Παύλος δεν μπορούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Αγίου Πνεύματος, ούτε ήταν προφήτης, πολύ λιγότερο δε, είδε τα οράματα που είδε ο Ιωάννης. Οι επιστολές του γράφτηκαν για τις εκκλησίες της Εφέσου, της Θεσσαλονίκης, της Γαλατίας και άλλων εκκλησιών. Έτσι, οι επιστολές του Παύλου στην Καινή Διαθήκη είναι επιστολές, τις οποίες έγραψε ο Παύλος για τις εκκλησίες και όχι έμπνευση από το Άγιο Πνεύμα, ούτε είναι οι άμεσες ομιλίες του Αγίου Πνεύματος. Είναι απλώς λόγια προτροπής, παρηγοριάς και ενθάρρυνσης που έγραψε για τις εκκλησίες κατά τη διάρκεια του έργου του. Συνεπώς, και αυτές αποτελούν μια καταγραφή του μεγαλύτερου μέρους του έργου του Παύλου εκείνον τον καιρό. Γράφτηκαν για όλους τους αδελφούς και τις αδελφές του Κυρίου και είχαν σκοπό να κάνουν τους αδελφούς και τις αδελφές όλων των εκκλησιών εκείνη την εποχή να ακολουθήσουν τις συμβουλές του και να συμμορφωθούν με τις οδούς του Κυρίου Ιησού. Ο Παύλος επ’ ουδενί δεν είπε, είτε πρόκειται για εκκλησίες εκείνης της εποχής είτε για αυτές του μέλλοντος, ότι όλοι πρέπει να τρώνε και να πίνουν όσα εκείνος έγραψε, ούτε είπε ότι όλα τα λόγια του προέρχονταν από τον Θεό. Σύμφωνα με τις συνθήκες της εκκλησίας εκείνης της εποχής, απλώς επικοινώνησε με τους αδελφούς και τις αδελφές, τους ενθάρρυνε και τους ενέπνευσε πίστη. Και απλώς κήρυξε ή υπενθύμισε στους ανθρώπους και τους παρότρυνε. Τα λόγια του βασίζονταν στο δικό του φορτίο και υποστήριζε τους ανθρώπους μέσω αυτών. Επιτέλεσε το έργο ενός αποστόλου των εκκλησιών εκείνης της εποχής, ήταν ένας εργάτης που χρησιμοποιήθηκε από τον Κύριο Ιησού και έτσι του δόθηκε η ευθύνη των εκκλησιών, ήταν επιφορτισμένος με την επιτέλεση του έργου των εκκλησιών, έπρεπε να μάθει την κατάσταση των αδελφών και γι’ αυτό έγραψε επιστολές για όλους τους αδελφούς και τις αδελφές του Κυρίου. Όλα όσα εποικοδομητικά και θετικά είπε για τους ανθρώπους ήταν σωστά, αλλά δεν εκπροσωπούσαν τις ομιλίες του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορούσε να εκπροσωπεί τον Θεό. Αποτελεί εξωφρενική ερμηνεία και τεράστια βλασφημία όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα αρχεία των εμπειριών ενός ανθρώπου και τις επιστολές ενός ανθρώπου ως τον λόγο που εκφράζει το Άγιο Πνεύμα στις εκκλησίες! Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις επιστολές που έγραψε ο Παύλος για τις εκκλησίες. Οι επιστολές του γράφτηκαν για τους αδελφούς και τις αδελφές βάσει των συνθηκών και της κατάστασης κάθε εκκλησίας εκείνον τον καιρό και είχαν σκοπό να προτρέψουν τους αδελφούς και τις αδελφές του Κυρίου, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τη χάρη του Κυρίου Ιησού. Οι επιστολές του είχαν σκοπό να αφυπνίσουν τους αδελφούς και τις αδελφές εκείνης της εποχής. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό ήταν το δικό του φορτίο και ήταν επίσης το φορτίο που του έδωσε το Άγιο Πνεύμα. Εν τέλει, ήταν ένας απόστολος που καθοδήγησε τις εκκλησίες του καιρού εκείνου, που έγραψε επιστολές για τις εκκλησίες και τις παρότρυνε — αυτό ήταν το καθήκον του. Η ταυτότητά του ήταν απλώς εκείνη ενός εργαζόμενου αποστόλου και ήταν απλώς ένας απόστολος που απεστάλη από τον Θεό. Δεν ήταν ούτε προφήτης ούτε μάντης. Έτσι, ο ίδιος θεωρούσε το δικό του έργο και τη ζωή των αδελφών ως υψίστης σημασίας. Συνεπώς, δεν μπορούσε να μιλήσει εξ ονόματος του Αγίου Πνεύματος. Τα λόγια του δεν ήταν τα λόγια του Αγίου Πνεύματος, πολύ λιγότερο δε, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν τα λόγια του Θεού, διότι ο Παύλος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πλάσμα του Θεού και σίγουρα δεν ήταν η ενσάρκωση του Θεού. Η ταυτότητά του δεν ήταν ίδια με αυτή του Ιησού. Ο λόγος του Ιησού ήταν ο λόγος του Αγίου Πνεύματος, ήταν ο λόγος του Θεού, διότι η ταυτότητά Του ήταν εκείνη του Χριστού — του Υιού του Θεού. Πώς θα μπορούσε να εξισωθεί μαζί Του ο Παύλος; Εάν οι άνθρωποι βλέπουν τις επιστολές ή τα λόγια του Παύλου ως τις ομιλίες του Αγίου Πνεύματος και τα λατρεύουν ως Θεό, τότε μπορεί να ειπωθεί ότι δεν ξέρουν να κάνουν καμιά διάκριση. Για να μιλήσουμε πιο σκληρά, δεν είναι αυτό σαφώς βλασφημία; Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να μιλήσει εξ ονόματος του Θεού; Και πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να προσκυνήσουν ενώπιον των καταγραφών των επιστολών του και όσων εξέφρασε σαν να ήταν ένα ιερό βιβλίο ή ένα θεϊκό βιβλίο; Θα μπορούσε ο λόγος του Θεού τυχόν να εκφραστεί από έναν άνθρωπο; Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να μιλήσει εξ ονόματος του Θεού; Οπότε, τι λες εσύ — οι επιστολές που έγραψε για τις εκκλησίες δεν θα μπορούσαν να έχουν αλλοιωθεί με τις δικές του ιδέες; Πώς θα μπορούσαν να μην έχουν αλλοιωθεί με ανθρώπινες ιδέες; Έγραψε επιστολές για τις εκκλησίες με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες και τη δική του ζωή. Παραδείγματος χάριν, ο Παύλος έγραψε μια επιστολή στις εκκλησίες της Γαλατίας που περιείχε μια συγκεκριμένη άποψη, και ο Πέτρος έγραψε μια άλλη, η οποία περιείχε μια άλλη άποψη. Ποια από τις δύο προήλθε από το Άγιο Πνεύμα; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ως εκ τούτου, μπορεί να ειπωθεί ότι και οι δύο φέρουν ένα φορτίο για τις εκκλησίες, όμως οι επιστολές τους εκπροσωπούν το ανάστημα τους, εκπροσωπούν την προσφορά και την υποστήριξη τους προς τους αδελφούς και τις αδελφές, και το φορτίο τους προς τις εκκλησίες, και εκπροσωπούν μόνο το ανθρώπινο έργο. Δεν προήλθαν εξ ολοκλήρου από το Άγιο Πνεύμα. Αν λες ότι οι επιστολές του είναι ο λόγος του Αγίου Πνεύματος, τότε παραλογίζεσαι και διαπράττεις βλασφημία! Οι επιστολές του Παύλου και οι λοιπές επιστολές της Καινής Διαθήκης ισοδυναμούν με τα απομνημονεύματα των πιο πρόσφατων πνευματικών μορφών. Είναι εφάμιλλες με τα βιβλία του Γουότσμαν Νι ή τις εμπειρίες του Λόρενς και ούτω καθεξής. Απλώς τα βιβλία των πρόσφατων πνευματικών μορφών δεν συμπεριλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, αλλά η ουσία αυτών των ανθρώπων είναι ίδια: Ήταν άνθρωποι που χρησιμοποιήθηκαν από το Άγιο Πνεύμα κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου και δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άμεσα τον Θεό.